δεδηλωμένη

δεδηλωμένη
δηλόω
make visible
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δεδηλωμένῃ — δηλόω make visible perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρικούπης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας, που καταγόταν από το Μεσολόγγι και η οποία διέπρεψε στα γράμματα και στην πολιτική. Τα σπουδαιότερα μέλη της είναι: 1. Ιωάννης (; – 1824). Πρόκριτος του Μεσολογγίου και Φιλικός. Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι.… …   Dictionary of Greek

  • δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …   Dictionary of Greek

  • διερευνητικός — ή, ό [διερευνώ] 1. αυτός που αναφέρεται στη διερεύνηση, ο ικανός να διερευνά («διερευνητικό βλέμμα») 2. φρ. «διερευνητική εντολή» (για τον σχηματισμό κυβερνήσεως) η ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβερνήσεως σε αρχηγό ή εκπρόσωπο κόμματος, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • δεδηλωμένης, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο σχηματισμός κυβέρνησης ανατίθεται στον αρχηγό του κόμματος που έχει τη δεδηλωμένη πλειοψηφία της βουλής. Την αρχή αυτή εισηγήθηκε το 1875 ο Χαρίλαος Τρικούπης με τον Λόγο του Θρόνου, που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντόπουλος, Κωνσταντίνος — (Τρίπολη 1832 – Αθήνα 1910). Νομομαθής και πολιτικός. Ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο, όπου διακρίθηκε για τη βαθύτατη γνώση της νομικής επιστήμης και τον υπηρεσιακό του ζήλο. Όταν αποσύρθηκε από την υπηρεσία του, ασχολήθηκε με την πολιτική και το …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”